↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεραϊδογεννημένος η νεραϊδογεννημένη το νεραϊδογεννημένο
      γενική του νεραϊδογεννημένου της νεραϊδογεννημένης του νεραϊδογεννημένου
    αιτιατική τον νεραϊδογεννημένο τη νεραϊδογεννημένη το νεραϊδογεννημένο
     κλητική νεραϊδογεννημένε νεραϊδογεννημένη νεραϊδογεννημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεραϊδογεννημένοι οι νεραϊδογεννημένες τα νεραϊδογεννημένα
      γενική των νεραϊδογεννημένων των νεραϊδογεννημένων των νεραϊδογεννημένων
    αιτιατική τους νεραϊδογεννημένους τις νεραϊδογεννημένες τα νεραϊδογεννημένα
     κλητική νεραϊδογεννημένοι νεραϊδογεννημένες νεραϊδογεννημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεραϊδογεννημένος < νεράιδ(α) + -ο- + γεννημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γεννάω / γεννώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.ɾai̯.ðo.ʝe.niˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ραϊ‐δο‐γεν‐νη‐μέ‐νος

νεραϊδογεννημένος (μετοχή χωρίς ρήμα)

  1. που τον γέννησε νεράιδα
  2. (συνεκδοχικά) πολύ όμορφος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία