νεραϊδογεννημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεραϊδογεννημένος < νεράιδ(α) + -ο- + γεννημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γεννάω / γεννώ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.ɾai̯.ðo.ʝe.niˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ραϊ‐δο‐γεν‐νη‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
νεραϊδογεννημένος (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που τον γέννησε νεράιδα
- (συνεκδοχικά) πολύ όμορφος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεραϊδογεννημένος
|