εμπορευάμενος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εμπορευάμενος < εμπορευ(όμενος), μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εμπορεύομαι + -άμενος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.bo.ɾeˈva.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπο‐ρευ‐ά‐με‐νος
ΜετοχήΕπεξεργασία
εμπορευάμενος
- (λαϊκότροπο) που εμπορεύεται, που ασχολείται με το εμπόριο
- Γυρίζει εμπορευάμενος όλα τα χωριά της επικράτειας.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εμπορευάμενος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο έμπορος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εμπορευάμενος
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
ως ουσιαστικό:
- «εμπορευάμενος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- εμπορευάμενος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)