Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοτηκόμενος η θερμοτηκόμενη το θερμοτηκόμενο
      γενική του θερμοτηκόμενου της θερμοτηκόμενης του θερμοτηκόμενου
    αιτιατική τον θερμοτηκόμενο τη θερμοτηκόμενη το θερμοτηκόμενο
     κλητική θερμοτηκόμενε θερμοτηκόμενη θερμοτηκόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοτηκόμενοι οι θερμοτηκόμενες τα θερμοτηκόμενα
      γενική των θερμοτηκόμενων των θερμοτηκόμενων των θερμοτηκόμενων
    αιτιατική τους θερμοτηκόμενους τις θερμοτηκόμενες τα θερμοτηκόμενα
     κλητική θερμοτηκόμενοι θερμοτηκόμενες θερμοτηκόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοτηκόμενος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

θερμοτηκόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία