Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φασκιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φασκιωμέν
ος
η
φασκιωμέν
η
το
φασκιωμέν
ο
γενική
του
φασκιωμέν
ου
της
φασκιωμέν
ης
του
φασκιωμέν
ου
αιτιατική
τον
φασκιωμέν
ο
τη
φασκιωμέν
η
το
φασκιωμέν
ο
κλητική
φασκιωμέν
ε
φασκιωμέν
η
φασκιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φασκιωμέν
οι
οι
φασκιωμέν
ες
τα
φασκιωμέν
α
γενική
των
φασκιωμέν
ων
των
φασκιωμέν
ων
των
φασκιωμέν
ων
αιτιατική
τους
φασκιωμέν
ους
τις
φασκιωμέν
ες
τα
φασκιωμέν
α
κλητική
φασκιωμέν
οι
φασκιωμέν
ες
φασκιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φασκιωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
φασκιώνω
Μετοχή
επεξεργασία
φασκιωμένος, -η, -ο
που έχει
φασκιωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
σπαργανωμένος
τυλιγμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
αφάσκιωτος
ασπαργάνωτος
ατύλιχτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φασκιωμένος
αγγλικά
:
swathed
(en)
,
swaddled
(en)