↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φασκιωμένος η φασκιωμένη το φασκιωμένο
      γενική του φασκιωμένου της φασκιωμένης του φασκιωμένου
    αιτιατική τον φασκιωμένο τη φασκιωμένη το φασκιωμένο
     κλητική φασκιωμένε φασκιωμένη φασκιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φασκιωμένοι οι φασκιωμένες τα φασκιωμένα
      γενική των φασκιωμένων των φασκιωμένων των φασκιωμένων
    αιτιατική τους φασκιωμένους τις φασκιωμένες τα φασκιωμένα
     κλητική φασκιωμένοι φασκιωμένες φασκιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φασκιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φασκιώνω

φασκιωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία