σπαργανωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίασπαργανωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σπαργανώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπαργανωμένος
|
σπαργανωμένος, -η, -ο
|