σπαργανώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασπαργανώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπαργανώνω | σπαργάνωνα | θα σπαργανώνω | να σπαργανώνω | σπαργανώνοντας | |
β' ενικ. | σπαργανώνεις | σπαργάνωνες | θα σπαργανώνεις | να σπαργανώνεις | σπαργάνωνε | |
γ' ενικ. | σπαργανώνει | σπαργάνωνε | θα σπαργανώνει | να σπαργανώνει | ||
α' πληθ. | σπαργανώνουμε | σπαργανώναμε | θα σπαργανώνουμε | να σπαργανώνουμε | ||
β' πληθ. | σπαργανώνετε | σπαργανώνατε | θα σπαργανώνετε | να σπαργανώνετε | σπαργανώνετε | |
γ' πληθ. | σπαργανώνουν(ε) | σπαργάνωναν σπαργανώναν(ε) |
θα σπαργανώνουν(ε) | να σπαργανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπαργάνωσα | θα σπαργανώσω | να σπαργανώσω | σπαργανώσει | ||
β' ενικ. | σπαργάνωσες | θα σπαργανώσεις | να σπαργανώσεις | σπαργάνωσε | ||
γ' ενικ. | σπαργάνωσε | θα σπαργανώσει | να σπαργανώσει | |||
α' πληθ. | σπαργανώσαμε | θα σπαργανώσουμε | να σπαργανώσουμε | |||
β' πληθ. | σπαργανώσατε | θα σπαργανώσετε | να σπαργανώσετε | σπαργανώστε | ||
γ' πληθ. | σπαργάνωσαν σπαργανώσαν(ε) |
θα σπαργανώσουν(ε) | να σπαργανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπαργανώσει | είχα σπαργανώσει | θα έχω σπαργανώσει | να έχω σπαργανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπαργανώσει | είχες σπαργανώσει | θα έχεις σπαργανώσει | να έχεις σπαργανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπαργανώσει | είχε σπαργανώσει | θα έχει σπαργανώσει | να έχει σπαργανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπαργανώσει | είχαμε σπαργανώσει | θα έχουμε σπαργανώσει | να έχουμε σπαργανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπαργανώσει | είχατε σπαργανώσει | θα έχετε σπαργανώσει | να έχετε σπαργανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπαργανώσει | είχαν σπαργανώσει | θα έχουν σπαργανώσει | να έχουν σπαργανώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπαργανώνω
|
- ↑ σπαργανόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σπαργανώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σπαργανώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)