↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεραϊδοπαρμένος η νεραϊδοπαρμένη το νεραϊδοπαρμένο
      γενική του νεραϊδοπαρμένου της νεραϊδοπαρμένης του νεραϊδοπαρμένου
    αιτιατική τον νεραϊδοπαρμένο τη νεραϊδοπαρμένη το νεραϊδοπαρμένο
     κλητική νεραϊδοπαρμένε νεραϊδοπαρμένη νεραϊδοπαρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεραϊδοπαρμένοι οι νεραϊδοπαρμένες τα νεραϊδοπαρμένα
      γενική των νεραϊδοπαρμένων των νεραϊδοπαρμένων των νεραϊδοπαρμένων
    αιτιατική τους νεραϊδοπαρμένους τις νεραϊδοπαρμένες τα νεραϊδοπαρμένα
     κλητική νεραϊδοπαρμένοι νεραϊδοπαρμένες νεραϊδοπαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεραϊδοπαρμένος < νεράιδ(α) + -ο- + παρμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου νεραϊδοπαίρνω

νεραϊδοπαρμένος, -η, -ο

  • που πάσχει από ψυχική νόσο, εμφανίζει παράλογη συμπεριφορά ή έχει χάσει την ακοή του ή τη λαλιά του
    • (μεταφορικά) αιθεροβάμων και στον κόσμο του, άτομο που δεν έχει σαφή επίγνωση του περιβάλλοντός του ούτε επικοινωνεί πλήρως με αυτό χωρίς να έχει επίγνωση γι' αυτό κι εμφανίζει παράλογη ή παράδοξη συμπεριφορά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία