νεραϊδοπαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεραϊδοπαρμένος < νεράιδ(α) + -ο- + παρμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου νεραϊδοπαίρνω
Μετοχή
επεξεργασίανεραϊδοπαρμένος, -η, -ο
- που πάσχει από ψυχική νόσο, εμφανίζει παράλογη συμπεριφορά ή έχει χάσει την ακοή του ή τη λαλιά του
- (μεταφορικά) αιθεροβάμων και στον κόσμο του, άτομο που δεν έχει σαφή επίγνωση του περιβάλλοντός του ούτε επικοινωνεί πλήρως με αυτό χωρίς να έχει επίγνωση γι' αυτό κι εμφανίζει παράλογη ή παράδοξη συμπεριφορά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεραϊδοπαρμένος