νεραϊδοπαρμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίανεραϊδοπαρμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του νεραϊδοπαρμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του νεραϊδοπαρμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νεραϊδοπαρμένος