ημιεπεξεργασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιεπεξεργασμένος < ημι- + επεξεργασμένος
Μετοχή επεξεργασία
ημιεπεξεργασμένος
- που τον έχουν επεξεργαστεί κατά το ήμισυ ή ως έναν βαθμό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ήμισυς, επεξεργάζομαι, εργάζομαι και έργο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιεπεξεργασμένος
|