Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιεπεξεργασμένος η ημιεπεξεργασμένη το ημιεπεξεργασμένο
      γενική του ημιεπεξεργασμένου της ημιεπεξεργασμένης του ημιεπεξεργασμένου
    αιτιατική τον ημιεπεξεργασμένο την ημιεπεξεργασμένη το ημιεπεξεργασμένο
     κλητική ημιεπεξεργασμένε ημιεπεξεργασμένη ημιεπεξεργασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιεπεξεργασμένοι οι ημιεπεξεργασμένες τα ημιεπεξεργασμένα
      γενική των ημιεπεξεργασμένων των ημιεπεξεργασμένων των ημιεπεξεργασμένων
    αιτιατική τους ημιεπεξεργασμένους τις ημιεπεξεργασμένες τα ημιεπεξεργασμένα
     κλητική ημιεπεξεργασμένοι ημιεπεξεργασμένες ημιεπεξεργασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιεπεξεργασμένος < ημι- + επεξεργασμένος

  Μετοχή επεξεργασία

ημιεπεξεργασμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία