Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερμηνευόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ερμηνευόμεν
ος
η
ερμηνευόμεν
η
το
ερμηνευόμεν
ο
γενική
του
ερμηνευόμεν
ου
της
ερμηνευόμεν
ης
του
ερμηνευόμεν
ου
αιτιατική
τον
ερμηνευόμεν
ο
την
ερμηνευόμεν
η
το
ερμηνευόμεν
ο
κλητική
ερμηνευόμεν
ε
ερμηνευόμεν
η
ερμηνευόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ερμηνευόμεν
οι
οι
ερμηνευόμεν
ες
τα
ερμηνευόμεν
α
γενική
των
ερμηνευόμεν
ων
των
ερμηνευόμεν
ων
των
ερμηνευόμεν
ων
αιτιατική
τους
ερμηνευόμεν
ους
τις
ερμηνευόμεν
ες
τα
ερμηνευόμεν
α
κλητική
ερμηνευόμεν
οι
ερμηνευόμεν
ες
ερμηνευόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ερμηνευόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
ερμηνεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερμηνευόμενος