Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυζηλεμένος η πολυζηλεμένη το πολυζηλεμένο
      γενική του πολυζηλεμένου της πολυζηλεμένης του πολυζηλεμένου
    αιτιατική τον πολυζηλεμένο την πολυζηλεμένη το πολυζηλεμένο
     κλητική πολυζηλεμένε πολυζηλεμένη πολυζηλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυζηλεμένοι οι πολυζηλεμένες τα πολυζηλεμένα
      γενική των πολυζηλεμένων των πολυζηλεμένων των πολυζηλεμένων
    αιτιατική τους πολυζηλεμένους τις πολυζηλεμένες τα πολυζηλεμένα
     κλητική πολυζηλεμένοι πολυζηλεμένες πολυζηλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυζηλεμένος < πολύ + ζηλεμένος

  Μετοχή επεξεργασία

πολυζηλεμένος, -η, -ο


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία