Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζηλεμένος η ζηλεμένη το ζηλεμένο
      γενική του ζηλεμένου της ζηλεμένης του ζηλεμένου
    αιτιατική τον ζηλεμένο τη ζηλεμένη το ζηλεμένο
     κλητική ζηλεμένε ζηλεμένη ζηλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζηλεμένοι οι ζηλεμένες τα ζηλεμένα
      γενική των ζηλεμένων των ζηλεμένων των ζηλεμένων
    αιτιατική τους ζηλεμένους τις ζηλεμένες τα ζηλεμένα
     κλητική ζηλεμένοι ζηλεμένες ζηλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζηλεύω

  Μετοχή επεξεργασία

ζηλεμένος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία