↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομιχλιασμένος η ομιχλιασμένη το ομιχλιασμένο
      γενική του ομιχλιασμένου της ομιχλιασμένης του ομιχλιασμένου
    αιτιατική τον ομιχλιασμένο την ομιχλιασμένη το ομιχλιασμένο
     κλητική ομιχλιασμένε ομιχλιασμένη ομιχλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομιχλιασμένοι οι ομιχλιασμένες τα ομιχλιασμένα
      γενική των ομιχλιασμένων των ομιχλιασμένων των ομιχλιασμένων
    αιτιατική τους ομιχλιασμένους τις ομιχλιασμένες τα ομιχλιασμένα
     κλητική ομιχλιασμένοι ομιχλιασμένες ομιχλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομιχλιασμένος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.mi.xʎaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μι‐χλια‐σμέ‐νος

ομιχλιασμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)