Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουζωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
μουζωμένος, -η, -ο
που έχει
μουτζούρες
, κυρίως από
καπνιά
Συγγενικά
επεξεργασία
μουζουδιά
μουζώνομαι
μουζώνω