Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαφρακιασμένος η σαφρακιασμένη το σαφρακιασμένο
      γενική του σαφρακιασμένου της σαφρακιασμένης του σαφρακιασμένου
    αιτιατική τον σαφρακιασμένο τη σαφρακιασμένη το σαφρακιασμένο
     κλητική σαφρακιασμένε σαφρακιασμένη σαφρακιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαφρακιασμένοι οι σαφρακιασμένες τα σαφρακιασμένα
      γενική των σαφρακιασμένων των σαφρακιασμένων των σαφρακιασμένων
    αιτιατική τους σαφρακιασμένους τις σαφρακιασμένες τα σαφρακιασμένα
     κλητική σαφρακιασμένοι σαφρακιασμένες σαφρακιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαφρακιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σαφρακιάζω

  Μετοχή επεξεργασία

σαφρακιασμένος, -η, -ο

ΣυνώνυμαΑντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία