Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοταϊσμένος η καλοταϊσμένη το καλοταϊσμένο
      γενική του καλοταϊσμένου της καλοταϊσμένης του καλοταϊσμένου
    αιτιατική τον καλοταϊσμένο την καλοταϊσμένη το καλοταϊσμένο
     κλητική καλοταϊσμένε καλοταϊσμένη καλοταϊσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοταϊσμένοι οι καλοταϊσμένες τα καλοταϊσμένα
      γενική των καλοταϊσμένων των καλοταϊσμένων των καλοταϊσμένων
    αιτιατική τους καλοταϊσμένους τις καλοταϊσμένες τα καλοταϊσμένα
     κλητική καλοταϊσμένοι καλοταϊσμένες καλοταϊσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καλοταϊσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλοταΐζω. Μορφολογικά αναλύεται σε καλο- + ταϊσμένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.lo.ta.iˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐τα‐ϊ‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

καλοταϊσμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία