Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοταΐζω < καλο- + ταΐζω

  Ρήμα επεξεργασία

καλοταΐζω (παθητική φωνή: καλοταΐζομαι)

  1. ταΐζω κάποιον καλά, του δίνω άφθονη κι (ενδεχομένως) εκλεκτή τροφή
  2. μεγαλώνω κάποιον χωρίς να στερηθεί κάτι, παρέχοντάς του και του πουλιού το γάλα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία