καλοταΐζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλοταΐζω (παθητική φωνή: καλοταΐζομαι)
- ταΐζω κάποιον καλά, του δίνω άφθονη κι (ενδεχομένως) εκλεκτή τροφή
- μεγαλώνω κάποιον χωρίς να στερηθεί κάτι, παρέχοντάς του και του πουλιού το γάλα
Συγγενικά
επεξεργασία- καλοταϊσμένος
- → δείτε τις λέξεις καλός και ταΐζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοταΐζω | καλοτάιζα | θα καλοταΐζω | να καλοταΐζω | καλοταΐζοντας | |
β' ενικ. | καλοταΐζεις | καλοτάιζες | θα καλοταΐζεις | να καλοταΐζεις | καλοτάιζε | |
γ' ενικ. | καλοταΐζει | καλοτάιζε | θα καλοταΐζει | να καλοταΐζει | ||
α' πληθ. | καλοταΐζουμε | καλοταΐζαμε | θα καλοταΐζουμε | να καλοταΐζουμε | ||
β' πληθ. | καλοταΐζετε | καλοταΐζατε | θα καλοταΐζετε | να καλοταΐζετε | καλοταΐζετε | |
γ' πληθ. | καλοταΐζουν(ε) | καλοτάιζαν καλοταΐζαν(ε) |
θα καλοταΐζουν(ε) | να καλοταΐζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοτάισα | θα καλοταΐσω | να καλοταΐσω | καλοταΐσει | ||
β' ενικ. | καλοτάισες | θα καλοταΐσεις | να καλοταΐσεις | καλοτάισε | ||
γ' ενικ. | καλοτάισε | θα καλοταΐσει | να καλοταΐσει | |||
α' πληθ. | καλοταΐσαμε | θα καλοταΐσουμε | να καλοταΐσουμε | |||
β' πληθ. | καλοταΐσατε | θα καλοταΐσετε | να καλοταΐσετε | καλοταΐστε | ||
γ' πληθ. | καλοτάισαν καλοταΐσαν(ε) |
θα καλοταΐσουν(ε) | να καλοταΐσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοταΐσει | είχα καλοταΐσει | θα έχω καλοταΐσει | να έχω καλοταΐσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοταΐσει | είχες καλοταΐσει | θα έχεις καλοταΐσει | να έχεις καλοταΐσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλοταΐσει | είχε καλοταΐσει | θα έχει καλοταΐσει | να έχει καλοταΐσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοταΐσει | είχαμε καλοταΐσει | θα έχουμε καλοταΐσει | να έχουμε καλοταΐσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοταΐσει | είχατε καλοταΐσει | θα έχετε καλοταΐσει | να έχετε καλοταΐσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοταΐσει | είχαν καλοταΐσει | θα έχουν καλοταΐσει | να έχουν καλοταΐσει |
|