↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταϊσμένος η ταϊσμένη το ταϊσμένο
      γενική του ταϊσμένου της ταϊσμένης του ταϊσμένου
    αιτιατική τον ταϊσμένο την ταϊσμένη το ταϊσμένο
     κλητική ταϊσμένε ταϊσμένη ταϊσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταϊσμένοι οι ταϊσμένες τα ταϊσμένα
      γενική των ταϊσμένων των ταϊσμένων των ταϊσμένων
    αιτιατική τους ταϊσμένους τις ταϊσμένες τα ταϊσμένα
     κλητική ταϊσμένοι ταϊσμένες ταϊσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταϊσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταΐζω

ταϊσμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία