Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τονούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τονούμεν
ος
η
τονούμεν
η
το
τονούμεν
ο
γενική
του
τονούμεν
ου
της
τονούμεν
ης
του
τονούμεν
ου
αιτιατική
τον
τονούμεν
ο
την
τονούμεν
η
το
τονούμεν
ο
κλητική
τονούμεν
ε
τονούμεν
η
τονούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τονούμεν
οι
οι
τονούμεν
ες
τα
τονούμεν
α
γενική
των
τονούμεν
ων
των
τονούμεν
ων
των
τονούμεν
ων
αιτιατική
τους
τονούμεν
ους
τις
τονούμεν
ες
τα
τονούμεν
α
κλητική
τονούμεν
οι
τονούμεν
ες
τονούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τονούμενος
<
αρχαία ελληνική
τονούμενος
,
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
τονόω
/
τονέω
Μετοχή
επεξεργασία
τονούμενος
, -η, -ο
που
τονίζεται
, που παίρνει
τόνο
Συνώνυμα
επεξεργασία
τονισμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
άτονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τονούμενος