↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεχόμενος η ενεχόμενη το ενεχόμενο
      γενική του ενεχόμενου της ενεχόμενης του ενεχόμενου
    αιτιατική τον ενεχόμενο την ενεχόμενη το ενεχόμενο
     κλητική ενεχόμενε ενεχόμενη ενεχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεχόμενοι οι ενεχόμενες τα ενεχόμενα
      γενική των ενεχόμενων των ενεχόμενων των ενεχόμενων
    αιτιατική τους ενεχόμενους τις ενεχόμενες τα ενεχόμενα
     κλητική ενεχόμενοι ενεχόμενες ενεχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενεχόμενος < λείπει η ετυμολογία

ενεχόμενος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία