↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπολιτισμένος η πεπολιτισμένη το πεπολιτισμένο
      γενική του πεπολιτισμένου της πεπολιτισμένης του πεπολιτισμένου
    αιτιατική τον πεπολιτισμένο την πεπολιτισμένη το πεπολιτισμένο
     κλητική πεπολιτισμένε πεπολιτισμένη πεπολιτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπολιτισμένοι οι πεπολιτισμένες τα πεπολιτισμένα
      γενική των πεπολιτισμένων των πεπολιτισμένων των πεπολιτισμένων
    αιτιατική τους πεπολιτισμένους τις πεπολιτισμένες τα πεπολιτισμένα
     κλητική πεπολιτισμένοι πεπολιτισμένες πεπολιτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπολιτισμένος < πολιτισμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

πεπολιτισμένος, -η, -ο

  • πολιτισμένος (μετά από αναδιπλασιασμό)
    ※  αναδιπλασιάζει μανιακά μετοχές οι οποίες ποτέ δεν είχαν αναδιπλασιασμό ή που τον έχουν αποβάλει εδώ και καμιά εικοσαριά αιώνες. Διότι βέβαια δεν εννοώ εδώ τους απόλυτα αποδεκτούς στερεότυπους αναδιπλασιασμούς σαν το δεδομένο ή το τετριμμένο που ούτε καν γίνονται αντιληπτοί. Εννοώ κάτι απίθανα «πεπολιτισμένος» και «μεμολυσμένος» (Νίκος Σαραντάκος, Μια ακόμα επικίνδυνη αρρώστια: ο αναδιπλασιαστικός τραυλισμός από το Νεοκαθαρευουσιάνικο κοτσανολόγιο, sarantakos.com [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία