↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρεσκογυαλισμένος η φρεσκογυαλισμένη το φρεσκογυαλισμένο
      γενική του φρεσκογυαλισμένου της φρεσκογυαλισμένης του φρεσκογυαλισμένου
    αιτιατική τον φρεσκογυαλισμένο τη φρεσκογυαλισμένη το φρεσκογυαλισμένο
     κλητική φρεσκογυαλισμένε φρεσκογυαλισμένη φρεσκογυαλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρεσκογυαλισμένοι οι φρεσκογυαλισμένες τα φρεσκογυαλισμένα
      γενική των φρεσκογυαλισμένων των φρεσκογυαλισμένων των φρεσκογυαλισμένων
    αιτιατική τους φρεσκογυαλισμένους τις φρεσκογυαλισμένες τα φρεσκογυαλισμένα
     κλητική φρεσκογυαλισμένοι φρεσκογυαλισμένες φρεσκογυαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρεσκογυαλισμένος < φρέσκος και γυαλισμένος

φρεσκογυαλισμένος

  1. που τον γυάλισαν πρόσφατα, που τον έκαναν σαν καινούργιος, να λαμποκοπάει
  2. ίσως είναι ακόμα νωπός αν έχει επάνω στιλβωτική ουσία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία