φρεσκογυαλισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
φρεσκογυαλισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φρεσκογυαλισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φρεσκογυαλισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φρεσκογυαλισμένος