Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλωροκαπνισμένος η φλωροκαπνισμένη το φλωροκαπνισμένο
      γενική του φλωροκαπνισμένου της φλωροκαπνισμένης του φλωροκαπνισμένου
    αιτιατική τον φλωροκαπνισμένο τη φλωροκαπνισμένη το φλωροκαπνισμένο
     κλητική φλωροκαπνισμένε φλωροκαπνισμένη φλωροκαπνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλωροκαπνισμένοι οι φλωροκαπνισμένες τα φλωροκαπνισμένα
      γενική των φλωροκαπνισμένων των φλωροκαπνισμένων των φλωροκαπνισμένων
    αιτιατική τους φλωροκαπνισμένους τις φλωροκαπνισμένες τα φλωροκαπνισμένα
     κλητική φλωροκαπνισμένοι φλωροκαπνισμένες φλωροκαπνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλωροκαπνισμένος < φλώρ(ος) + -ο- + καπνισμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Μετοχή επεξεργασία

φλωροκαπνισμένος, -η, -ο

  • που έχει ασπρίσει, που έχει αλλάξει το χρώμα του, καπνισμένο από τον καιρό
    ※  Έτσι κι οι τοίχοι του σπιτιού μας γίνηκαν σα φλωροκαπνισμένα κονοστάσια (Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών VI)
    ※  Και τα δασά χυτά μαλλιά τους | σκιάδια πλατύγυρα τα ισκιώνουν, | κι απάνω τους αεροσαλεύουν | τούφες φτερών, και τριζολάμπουν | μαλλινομέταξα καφτάνια, | φέρμελες φλωροκαπνισμένες. | ξέχωροι απάνου στ' άλογά τους, | κ' ευγενικοί και καπετάνιοι, | και σαν ταφόπετρες φαντάζουν | τα μέτωπά τους (Κωστής Παλαμάς O Δωδεκάλογος του Γύφτου, Άπαντα, τόμ. 3, β΄ έκδοση, Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη, σσ. 367-377.)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία