αυτοδιοικούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοδιοικούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αυτοδιοικούμαι
Μετοχή επεξεργασία
αυτοδιοικούμενος
- που αυτοδιοικείται
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοδιοικούμενος
|