↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδιοικούμενος η αυτοδιοικούμενη το αυτοδιοικούμενο
      γενική του αυτοδιοικούμενου της αυτοδιοικούμενης του αυτοδιοικούμενου
    αιτιατική τον αυτοδιοικούμενο την αυτοδιοικούμενη το αυτοδιοικούμενο
     κλητική αυτοδιοικούμενε αυτοδιοικούμενη αυτοδιοικούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδιοικούμενοι οι αυτοδιοικούμενες τα αυτοδιοικούμενα
      γενική των αυτοδιοικούμενων των αυτοδιοικούμενων των αυτοδιοικούμενων
    αιτιατική τους αυτοδιοικούμενους τις αυτοδιοικούμενες τα αυτοδιοικούμενα
     κλητική αυτοδιοικούμενοι αυτοδιοικούμενες αυτοδιοικούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοδιοικούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αυτοδιοικούμαι

αυτοδιοικούμενος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία