Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδιοικούμαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοδιοικούμαι

  1. έχω διοικητική αυτονομία, αυτοτέλεια
  2. διοικούμαι (πρώτος) και διοικώ (δεύτερους) δίχως την παρέμβαση έξωθεν παράγοντα (τρίτου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία