Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακογραμμένος η κακογραμμένη το κακογραμμένο
      γενική του κακογραμμένου της κακογραμμένης του κακογραμμένου
    αιτιατική τον κακογραμμένο την κακογραμμένη το κακογραμμένο
     κλητική κακογραμμένε κακογραμμένη κακογραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακογραμμένοι οι κακογραμμένες τα κακογραμμένα
      γενική των κακογραμμένων των κακογραμμένων των κακογραμμένων
    αιτιατική τους κακογραμμένους τις κακογραμμένες τα κακογραμμένα
     κλητική κακογραμμένοι κακογραμμένες κακογραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακογραμμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακογραμμένος. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακογράφω, κακο- + γραμμένος[1]

  Μετοχή επεξεργασία

κακογραμμένος, -η, -ο (και επίθετο)

  1. που έχει γραφεί με άσχημο τρόπο και είναι δυσανάγνωστος
    ※  Εκεί υπήρχε μια φράση τόσο κακογραμμένη που δεν μπόρεσε να διαβάσει. Κωστούλα Μητροπούλου, Μετάθεση
  2. που έχει συνταχθεί γρήγορα, χωρίς μελέτη, πρόχειρα

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακογραμμένος < κακο- + γραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος gkm

  Μετοχή επεξεργασία

κακογραμμένος, -η, -ον (και επίθετο)

  1. κακότυχος
     αντώνυμα: καλογραμμένος
  2. κακογραμμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία