Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απελασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απελασμέν
ος
η
απελασμέν
η
το
απελασμέν
ο
γενική
του
απελασμέν
ου
της
απελασμέν
ης
του
απελασμέν
ου
αιτιατική
τον
απελασμέν
ο
την
απελασμέν
η
το
απελασμέν
ο
κλητική
απελασμέν
ε
απελασμέν
η
απελασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απελασμέν
οι
οι
απελασμέν
ες
τα
απελασμέν
α
γενική
των
απελασμέν
ων
των
απελασμέν
ων
των
απελασμέν
ων
αιτιατική
τους
απελασμέν
ους
τις
απελασμέν
ες
τα
απελασμέν
α
κλητική
απελασμέν
οι
απελασμέν
ες
απελασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απελασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
απελαύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απελασμένος
αγγλικά
:
deported
(en)
γαλλικά
:
déporté
(fr)