↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυξακουσμένος η πολυξακουσμένη το πολυξακουσμένο
      γενική του πολυξακουσμένου της πολυξακουσμένης του πολυξακουσμένου
    αιτιατική τον πολυξακουσμένο την πολυξακουσμένη το πολυξακουσμένο
     κλητική πολυξακουσμένε πολυξακουσμένη πολυξακουσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυξακουσμένοι οι πολυξακουσμένες τα πολυξακουσμένα
      γενική των πολυξακουσμένων των πολυξακουσμένων των πολυξακουσμένων
    αιτιατική τους πολυξακουσμένους τις πολυξακουσμένες τα πολυξακουσμένα
     κλητική πολυξακουσμένοι πολυξακουσμένες πολυξακουσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυξακουσμένος < πολυ- + ξακουσμένος

πολυξακουσμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία