Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυξακουσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυξακουσμέν
ος
η
πολυξακουσμέν
η
το
πολυξακουσμέν
ο
γενική
του
πολυξακουσμέν
ου
της
πολυξακουσμέν
ης
του
πολυξακουσμέν
ου
αιτιατική
τον
πολυξακουσμέν
ο
την
πολυξακουσμέν
η
το
πολυξακουσμέν
ο
κλητική
πολυξακουσμέν
ε
πολυξακουσμέν
η
πολυξακουσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυξακουσμέν
οι
οι
πολυξακουσμέν
ες
τα
πολυξακουσμέν
α
γενική
των
πολυξακουσμέν
ων
των
πολυξακουσμέν
ων
των
πολυξακουσμέν
ων
αιτιατική
τους
πολυξακουσμέν
ους
τις
πολυξακουσμέν
ες
τα
πολυξακουσμέν
α
κλητική
πολυξακουσμέν
οι
πολυξακουσμέν
ες
πολυξακουσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυξακουσμένος
<
πολυ-
+
ξακουσμένος
Μετοχή
επεξεργασία
πολυξακουσμένος, -η, -ο
που έχει πολύ μεγάλη
φήμη
, που είναι πολύ
γνωστός
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξακουστός
πασίγνωστος
πολυξάκουστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυξακουσμένος