Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημαρτημένος η ημαρτημένη το ημαρτημένο
      γενική του ημαρτημένου της ημαρτημένης του ημαρτημένου
    αιτιατική τον ημαρτημένο την ημαρτημένη το ημαρτημένο
     κλητική ημαρτημένε ημαρτημένη ημαρτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημαρτημένοι οι ημαρτημένες τα ημαρτημένα
      γενική των ημαρτημένων των ημαρτημένων των ημαρτημένων
    αιτιατική τους ημαρτημένους τις ημαρτημένες τα ημαρτημένα
     κλητική ημαρτημένοι ημαρτημένες ημαρτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημαρτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αμαρτάνω

  Μετοχή επεξεργασία

ημαρτημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία