Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημαρτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ημαρτημέν
ος
η
ημαρτημέν
η
το
ημαρτημέν
ο
γενική
του
ημαρτημέν
ου
της
ημαρτημέν
ης
του
ημαρτημέν
ου
αιτιατική
τον
ημαρτημέν
ο
την
ημαρτημέν
η
το
ημαρτημέν
ο
κλητική
ημαρτημέν
ε
ημαρτημέν
η
ημαρτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ημαρτημέν
οι
οι
ημαρτημέν
ες
τα
ημαρτημέν
α
γενική
των
ημαρτημέν
ων
των
ημαρτημέν
ων
των
ημαρτημέν
ων
αιτιατική
τους
ημαρτημέν
ους
τις
ημαρτημέν
ες
τα
ημαρτημέν
α
κλητική
ημαρτημέν
οι
ημαρτημέν
ες
ημαρτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημαρτημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αμαρτάνω
Μετοχή
επεξεργασία
ημαρτημένος, -η, -ο
λανθασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημαρτημένος