↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερωτοπονεμένος η ερωτοπονεμένη το ερωτοπονεμένο
      γενική του ερωτοπονεμένου της ερωτοπονεμένης του ερωτοπονεμένου
    αιτιατική τον ερωτοπονεμένο την ερωτοπονεμένη το ερωτοπονεμένο
     κλητική ερωτοπονεμένε ερωτοπονεμένη ερωτοπονεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερωτοπονεμένοι οι ερωτοπονεμένες τα ερωτοπονεμένα
      γενική των ερωτοπονεμένων των ερωτοπονεμένων των ερωτοπονεμένων
    αιτιατική τους ερωτοπονεμένους τις ερωτοπονεμένες τα ερωτοπονεμένα
     κλητική ερωτοπονεμένοι ερωτοπονεμένες ερωτοπονεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερωτοπονεμένος < μεσαιωνική ελληνική ερωτοπονεμένος < έρωτας και πονάω

ερωτοπονεμένος -η -ο

  • που το έχει προκαλέσει ψυχικο πόνο ο έρωτας
  • ψυχή ερωτοπονεμένη
  • βγάνοντας ομπρός τους στεναγμούς θλιμμένους, με ζέση... ερωτοπονεμένους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία