ερωτοπονεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερωτοπονεμένος < μεσαιωνική ελληνική ερωτοπονεμένος < έρωτας και πονάω
Μετοχή επεξεργασία
ερωτοπονεμένος -η -ο
- που το έχει προκαλέσει ψυχικο πόνο ο έρωτας
- ψυχή ερωτοπονεμένη
- βγάνοντας ομπρός τους στεναγμούς θλιμμένους, με ζέση... ερωτοπονεμένους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερωτοπονεμένος
|