↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοδουλεμένος η μισοδουλεμένη το μισοδουλεμένο
      γενική του μισοδουλεμένου της μισοδουλεμένης του μισοδουλεμένου
    αιτιατική τον μισοδουλεμένο τη μισοδουλεμένη το μισοδουλεμένο
     κλητική μισοδουλεμένε μισοδουλεμένη μισοδουλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοδουλεμένοι οι μισοδουλεμένες τα μισοδουλεμένα
      γενική των μισοδουλεμένων των μισοδουλεμένων των μισοδουλεμένων
    αιτιατική τους μισοδουλεμένους τις μισοδουλεμένες τα μισοδουλεμένα
     κλητική μισοδουλεμένοι μισοδουλεμένες μισοδουλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μισοδουλεμένος < μισο- (<μισός) + μετοχή δουλεμένος

μισοδουλεμένος

  1. που χρειαζόταν περισσότερη επεξεργασία, που τον επεξεργάστηκαν πρόχειρα
  2. που τον επεξεργάστηκαν πολύ καλά, όμως όχι ολόκληρο, σαν να διακόπηκε η δουλειά στη μέση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία