μισοδουλεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισοδουλεμένος < μισο- (<μισός) + μετοχή δουλεμένος
Μετοχή επεξεργασία
μισοδουλεμένος
- που χρειαζόταν περισσότερη επεξεργασία, που τον επεξεργάστηκαν πρόχειρα
- που τον επεξεργάστηκαν πολύ καλά, όμως όχι ολόκληρο, σαν να διακόπηκε η δουλειά στη μέση
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισοδουλεμένος
|