↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκλησιαζόμενος η εκκλησιαζόμενη το εκκλησιαζόμενο
      γενική του εκκλησιαζόμενου της εκκλησιαζόμενης του εκκλησιαζόμενου
    αιτιατική τον εκκλησιαζόμενο την εκκλησιαζόμενη το εκκλησιαζόμενο
     κλητική εκκλησιαζόμενε εκκλησιαζόμενη εκκλησιαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκλησιαζόμενοι οι εκκλησιαζόμενες τα εκκλησιαζόμενα
      γενική των εκκλησιαζόμενων των εκκλησιαζόμενων των εκκλησιαζόμενων
    αιτιατική τους εκκλησιαζόμενους τις εκκλησιαζόμενες τα εκκλησιαζόμενα
     κλητική εκκλησιαζόμενοι εκκλησιαζόμενες εκκλησιαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκκλησιαζόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εκκλησιάζομαι

εκκλησιαζόμενος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία