Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιστυλωμένος η αντιστυλωμένη το αντιστυλωμένο
      γενική του αντιστυλωμένου της αντιστυλωμένης του αντιστυλωμένου
    αιτιατική τον αντιστυλωμένο την αντιστυλωμένη το αντιστυλωμένο
     κλητική αντιστυλωμένε αντιστυλωμένη αντιστυλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιστυλωμένοι οι αντιστυλωμένες τα αντιστυλωμένα
      γενική των αντιστυλωμένων των αντιστυλωμένων των αντιστυλωμένων
    αιτιατική τους αντιστυλωμένους τις αντιστυλωμένες τα αντιστυλωμένα
     κλητική αντιστυλωμένοι αντιστυλωμένες αντιστυλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιστυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντιστυλώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αντιστυλωμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία