Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιστυλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντιστυλωμέν
ος
η
αντιστυλωμέν
η
το
αντιστυλωμέν
ο
γενική
του
αντιστυλωμέν
ου
της
αντιστυλωμέν
ης
του
αντιστυλωμέν
ου
αιτιατική
τον
αντιστυλωμέν
ο
την
αντιστυλωμέν
η
το
αντιστυλωμέν
ο
κλητική
αντιστυλωμέν
ε
αντιστυλωμέν
η
αντιστυλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντιστυλωμέν
οι
οι
αντιστυλωμέν
ες
τα
αντιστυλωμέν
α
γενική
των
αντιστυλωμέν
ων
των
αντιστυλωμέν
ων
των
αντιστυλωμέν
ων
αιτιατική
τους
αντιστυλωμέν
ους
τις
αντιστυλωμέν
ες
τα
αντιστυλωμέν
α
κλητική
αντιστυλωμέν
οι
αντιστυλωμέν
ες
αντιστυλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντιστυλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αντιστυλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αντιστυλωμένος, -η, -ο
που έχει
αντιστυλωθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αντιστύλι
και
στύλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιστυλωμένος
αγγλικά
:
supported
(en)
,
propped
(en)