Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαλιδισμένος η ψαλιδισμένη το ψαλιδισμένο
      γενική του ψαλιδισμένου της ψαλιδισμένης του ψαλιδισμένου
    αιτιατική τον ψαλιδισμένο την ψαλιδισμένη το ψαλιδισμένο
     κλητική ψαλιδισμένε ψαλιδισμένη ψαλιδισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαλιδισμένοι οι ψαλιδισμένες τα ψαλιδισμένα
      γενική των ψαλιδισμένων των ψαλιδισμένων των ψαλιδισμένων
    αιτιατική τους ψαλιδισμένους τις ψαλιδισμένες τα ψαλιδισμένα
     κλητική ψαλιδισμένοι ψαλιδισμένες ψαλιδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαλιδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψαλιδίζω

  Μετοχή επεξεργασία

ψαλιδισμένος -η -ο

  1. που έχει κοπεί με ψαλίδι, είτε από ράφτη με τέχνη και σκόπιμα, είτε κατά λάθος, που φέρει ψαλιδιά
  2. που έχει υποστεί περικοπές
    ψαλιδισμένος μισθός, ψαλιδισμένη σύνταξη


  Μεταφράσεις επεξεργασία