ψαλιδισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψαλιδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψαλιδίζω
Μετοχή επεξεργασία
ψαλιδισμένος -η -ο
- που έχει κοπεί με ψαλίδι, είτε από ράφτη με τέχνη και σκόπιμα, είτε κατά λάθος, που φέρει ψαλιδιά
- που έχει υποστεί περικοπές
- ψαλιδισμένος μισθός, ψαλιδισμένη σύνταξη