αυτοεπενδυόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοεπενδυόμενος < αυτο- + επενδυόμενος
Μετοχή επεξεργασία
αυτοεπενδυόμενος, -η, -ο
- που επενδύεται από μόνος του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοεπενδυόμενος
|