ημιειδικευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημιειδικευμένος < ημι- + ειδικευμένος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiskilled)
Μετοχή
επεξεργασίαημιειδικευμένος
- που έχει ειδικευτεί μόνο σε κάποια ή σε λίγες δεξιότητες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημιειδικευμένος