Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χειροτονημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χειροτονημέν
ος
η
χειροτονημέν
η
το
χειροτονημέν
ο
γενική
του
χειροτονημέν
ου
της
χειροτονημέν
ης
του
χειροτονημέν
ου
αιτιατική
τον
χειροτονημέν
ο
τη
χειροτονημέν
η
το
χειροτονημέν
ο
κλητική
χειροτονημέν
ε
χειροτονημέν
η
χειροτονημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χειροτονημέν
οι
οι
χειροτονημέν
ες
τα
χειροτονημέν
α
γενική
των
χειροτονημέν
ων
των
χειροτονημέν
ων
των
χειροτονημέν
ων
αιτιατική
τους
χειροτονημέν
ους
τις
χειροτονημέν
ες
τα
χειροτονημέν
α
κλητική
χειροτονημέν
οι
χειροτονημέν
ες
χειροτονημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χειροτονημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
χειροτονώ
Μετοχή
επεξεργασία
χειροτονημένος, -η, -ο
που έχει
χειροτονηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
αχειροτόνητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
χειροτονώ
,
χέρι
και
τείνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χειροτονημένος
αγγλικά
:
ordained
(en)