αχειροτόνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχειροτόνητος < (ελληνιστική κοινή) ἀχειροτόνητος
Επίθετο
επεξεργασίααχειροτόνητος, -η, -ο
- που δεν έχει χειροτονηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αχειροτόνητος