Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περισσευούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περισσευούμεν
ος
η
περισσευούμεν
η
το
περισσευούμεν
ο
γενική
του
περισσευούμεν
ου
της
περισσευούμεν
ης
του
περισσευούμεν
ου
αιτιατική
τον
περισσευούμεν
ο
την
περισσευούμεν
η
το
περισσευούμεν
ο
κλητική
περισσευούμεν
ε
περισσευούμεν
η
περισσευούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περισσευούμεν
οι
οι
περισσευούμεν
ες
τα
περισσευούμεν
α
γενική
των
περισσευούμεν
ων
των
περισσευούμεν
ων
των
περισσευούμεν
ων
αιτιατική
τους
περισσευούμεν
ους
τις
περισσευούμεν
ες
τα
περισσευούμεν
α
κλητική
περισσευούμεν
οι
περισσευούμεν
ες
περισσευούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περισσευούμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
περισσεύω
Μετοχή
επεξεργασία
περισσευούμενος, -η, -ο
(
οικείο
) που
περισσεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περισσευούμενος