Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περισσευούμενος η περισσευούμενη το περισσευούμενο
      γενική του περισσευούμενου της περισσευούμενης του περισσευούμενου
    αιτιατική τον περισσευούμενο την περισσευούμενη το περισσευούμενο
     κλητική περισσευούμενε περισσευούμενη περισσευούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περισσευούμενοι οι περισσευούμενες τα περισσευούμενα
      γενική των περισσευούμενων των περισσευούμενων των περισσευούμενων
    αιτιατική τους περισσευούμενους τις περισσευούμενες τα περισσευούμενα
     κλητική περισσευούμενοι περισσευούμενες περισσευούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περισσευούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περισσεύω

  Μετοχή επεξεργασία

περισσευούμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία