εξηλασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξηλασμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξεληλασμένος / ἐξεληλαμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐξελαύνω (στη σημασία: σφυρηλατώ μέταλλα. Δείτε και έλαση)
Μετοχή επεξεργασία
εξηλασμένος, -η, -ο
- (τεχνολογία) που έχει υποστεί εξέλαση
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λήμμα extruded στο Αγγλοελληνικό λεξικό όρων Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛΙΝΥΑΕ)