↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξηλασμένος η εξηλασμένη το εξηλασμένο
      γενική του εξηλασμένου της εξηλασμένης του εξηλασμένου
    αιτιατική τον εξηλασμένο την εξηλασμένη το εξηλασμένο
     κλητική εξηλασμένε εξηλασμένη εξηλασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξηλασμένοι οι εξηλασμένες τα εξηλασμένα
      γενική των εξηλασμένων των εξηλασμένων των εξηλασμένων
    αιτιατική τους εξηλασμένους τις εξηλασμένες τα εξηλασμένα
     κλητική εξηλασμένοι εξηλασμένες εξηλασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξηλασμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξεληλασμένος / ἐξεληλαμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐξελαύνω (στη σημασία: σφυρηλατώ μέταλλα. Δείτε και έλαση)

εξηλασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία