αντικειμενικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικειμενικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντικειμενικοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
αντικειμενικοποιημένος, -η, -ο
- που έχει αντικειμενικοποιηθεί, που έχει γίνει αντικειμενικός
Σημειώσεις επεξεργασία
αυτός που έγινε αντικειμενικός και ΟΧΙ αντικείμενο
Συγγενικά επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αντικείμενο, αντί και κείμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικειμενικοποιημένος
αντικειμενικός επεξεργασίαobjective, impartial αποτελεσματικός επεξεργασίαstreamlined (en)efficient, smooth-running, well run, well organized, slick; modernized, up to date, rationalized, simplified; time-saving, labour-saving |