Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικειμενοποιημένος η αντικειμενοποιημένη το αντικειμενοποιημένο
      γενική του αντικειμενοποιημένου της αντικειμενοποιημένης του αντικειμενοποιημένου
    αιτιατική τον αντικειμενοποιημένο την αντικειμενοποιημένη το αντικειμενοποιημένο
     κλητική αντικειμενοποιημένε αντικειμενοποιημένη αντικειμενοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικειμενοποιημένοι οι αντικειμενοποιημένες τα αντικειμενοποιημένα
      γενική των αντικειμενοποιημένων των αντικειμενοποιημένων των αντικειμενοποιημένων
    αιτιατική τους αντικειμενοποιημένους τις αντικειμενοποιημένες τα αντικειμενοποιημένα
     κλητική αντικειμενοποιημένοι αντικειμενοποιημένες αντικειμενοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικειμενοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντικειμενοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

αντικειμενοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία