αντικειμενοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικειμενοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντικειμενοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
αντικειμενοποιημένος, -η, -ο
- που έχει αντικειμενοποιηθεί
- ιδέα που έχει υλοποιηθεί ή έστω εκφραστεί συμβολικά σε υλικό
Συγγενικά επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αντικείμενο, αντί και κείμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικειμενοποιημένος