Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. αντικειμενοποιώ < αντικείμενο + -οποιώ
  2. αντικειμενοποιώ < συντμημένα μορφή του αντικειμενικοποιώ < αντικειμενικός + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αντικειμενοποιώ

  1. εκφράζω, υλοποιώ ιδέα, σκέψη, συναίσθημα
  2. συμβολίζω σε-με υλικό κάποια ιδέα
  3. μεταφέρω κάτι στην αντικειμενική πραγματικότητα ώστε να μπορεί να μελετηθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία