αντικειμενοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικειμενοποιώ < αντικείμενο + -οποιώ
- αντικειμενοποιώ < συντμημένα μορφή του αντικειμενικοποιώ < αντικειμενικός + ποιώ
Ρήμα επεξεργασία
αντικειμενοποιώ
- εκφράζω, υλοποιώ ιδέα, σκέψη, συναίσθημα
- συμβολίζω σε-με υλικό κάποια ιδέα
- μεταφέρω κάτι στην αντικειμενική πραγματικότητα ώστε να μπορεί να μελετηθεί