Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαχειριζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαχειριζόμεν
ος
η
διαχειριζόμεν
η
το
διαχειριζόμεν
ο
γενική
του
διαχειριζόμεν
ου
της
διαχειριζόμεν
ης
του
διαχειριζόμεν
ου
αιτιατική
τον
διαχειριζόμεν
ο
τη
διαχειριζόμεν
η
το
διαχειριζόμεν
ο
κλητική
διαχειριζόμεν
ε
διαχειριζόμεν
η
διαχειριζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαχειριζόμεν
οι
οι
διαχειριζόμεν
ες
τα
διαχειριζόμεν
α
γενική
των
διαχειριζόμεν
ων
των
διαχειριζόμεν
ων
των
διαχειριζόμεν
ων
αιτιατική
τους
διαχειριζόμεν
ους
τις
διαχειριζόμεν
ες
τα
διαχειριζόμεν
α
κλητική
διαχειριζόμεν
οι
διαχειριζόμεν
ες
διαχειριζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διαχειριζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
διαχειρίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαχειριζόμενος