↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντροφτιαγμένος η χοντροφτιαγμένη το χοντροφτιαγμένο
      γενική του χοντροφτιαγμένου της χοντροφτιαγμένης του χοντροφτιαγμένου
    αιτιατική τον χοντροφτιαγμένο τη χοντροφτιαγμένη το χοντροφτιαγμένο
     κλητική χοντροφτιαγμένε χοντροφτιαγμένη χοντροφτιαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντροφτιαγμένοι οι χοντροφτιαγμένες τα χοντροφτιαγμένα
      γενική των χοντροφτιαγμένων των χοντροφτιαγμένων των χοντροφτιαγμένων
    αιτιατική τους χοντροφτιαγμένους τις χοντροφτιαγμένες τα χοντροφτιαγμένα
     κλητική χοντροφτιαγμένοι χοντροφτιαγμένες χοντροφτιαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοντροφτιαγμένος < χοντρο- και φτιαγμένος

χοντροφτιαγμένος

  • που τον έφτιαξαν χωρίς λεπτομέρειες, δίχως προσοχή και λεπτότητα, χωρίς λεπτοδουλειά, με ελάχιστη επιδεξιότητα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία