Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοσιδερωμένος η καλοσιδερωμένη το καλοσιδερωμένο
      γενική του καλοσιδερωμένου της καλοσιδερωμένης του καλοσιδερωμένου
    αιτιατική τον καλοσιδερωμένο την καλοσιδερωμένη το καλοσιδερωμένο
     κλητική καλοσιδερωμένε καλοσιδερωμένη καλοσιδερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοσιδερωμένοι οι καλοσιδερωμένες τα καλοσιδερωμένα
      γενική των καλοσιδερωμένων των καλοσιδερωμένων των καλοσιδερωμένων
    αιτιατική τους καλοσιδερωμένους τις καλοσιδερωμένες τα καλοσιδερωμένα
     κλητική καλοσιδερωμένοι καλοσιδερωμένες καλοσιδερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοσιδερωμένος < καλο- και σιδερωμένος

  Μετοχή επεξεργασία

καλοσιδερωμένος

  1. για ρούχο που έχει σιδερωθεί καλά
    Εχει πολύ καλο χέρι στο σίδερο, ο άντρας της βγαίνει στο δρόμο με τόσο καλοσιδερωμένα ρούχα! Νομίζεις ότι το παντελόνι και το πουκάμισο τα αγόρασε πριν από μια ώρα
  2. για άνθρωπο που φοράει ρούχο
    Στάσου! Δεν είσαι καλοσιδερωμένος, βάλε καλύτερα το άλλο πουκάμισο

  Μεταφράσεις επεξεργασία