σιδερωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιδερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιδερώνω
Μετοχή επεξεργασία
σιδερωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σιδερώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδερωμένος
|
σιδερωμένος, -η, -ο
|