σιδερωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
σιδερωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σιδερωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σιδερωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σιδερωμένος
σιδερωμένων