↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλιωμένος η φιλιωμένη το φιλιωμένο
      γενική του φιλιωμένου της φιλιωμένης του φιλιωμένου
    αιτιατική τον φιλιωμένο τη φιλιωμένη το φιλιωμένο
     κλητική φιλιωμένε φιλιωμένη φιλιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλιωμένοι οι φιλιωμένες τα φιλιωμένα
      γενική των φιλιωμένων των φιλιωμένων των φιλιωμένων
    αιτιατική τους φιλιωμένους τις φιλιωμένες τα φιλιωμένα
     κλητική φιλιωμένοι φιλιωμένες φιλιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλιώνω

φιλιωμένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία