φιλιωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλιώνω
Μετοχή επεξεργασία
φιλιωμένος
- (λαϊκότροπο) που έχει φιλιώσει με κάποιον
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φίλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλιωμένος